Page 161 - GREC14N_SKG_03
P. 161

SKG










        women’s appearances and behaviours: Tall Greek women with wheatish
        complexion and beautiful hair buns made their way through the crowd
        without a single glance elsewhere. Elegant Francs women with hair locks
        and crinolines threw smiles and talked with ease to the men in the market.
        Proud fair-skinned Vlach women with weft aprons and many children
        swarming around them walked hastily, as if they had something really
        important to attend to, and didn’t want to be late. Seldom seen, serious
        Jewish women with braids under their silken hairnet mixed with the crowd
        only if it was unavoidable, and the young man also saw some carriages
        carrying plump Muslim women covered with yasmaks and veils.
        This town had everything; it also had golden-haired Ukrainian, sturdy
        Bulgarian, slender Serbian and perfectly eyebrowed Armenian women.   συγκεκριμένη μια εικόνα, παραπάνω και
        “Be careful,” his father warned him. “Depending on their nationality,   από ειδυλλιακή. Στο λιμάνι άραζαν πλοία
        the penalty for disgracing a woman ranges from marriage to death by   και μπροστά τους μεγαλοπρεπή τείχη
        castration!” and he laughed loudly, so loudly that Alexandros felt almost   με επάλξεις σφιχταγκάλιαζαν την πόλη
        frightened. Moreover, he didn’t exactly get the joke. [...] Ο Αλέξανδρος   που απλωνόταν νωχελικά προς βορρά.
        έφτασε με πλοίο στην πόλη, αφού πέρασε από τη Βιέννη να ασπαστεί,   Στη δεξιά άκρη των τειχών ορθωνόταν
        ίσως για τελευταία φορά, τον παππού και τη γιαγιά του, μεγάλες οι   ένας κυλινδρικός πύργος με πολεμίστρες
        αποστάσεις και ποιος ξέρει πότε θα τους ξανάβλεπε. Αν ζούσαν ακόμη.   και μεγάλα κανόνια που σημάδευαν τη
        Αν ζούσε εκείνος...                                      θάλασσα. Μέσα από τα τείχη, και όσο το
        Όταν άκουσε τις φωνές του ναύτη που προειδοποιούσε πως σε λίγο   φως γινόταν πιο δυνατό, ο Αλέξανδρος
        θα έπιαναν λιμάνι, φόρεσε το λευκό μακρύ του πουκάμισο, το έχωσε   διέκρινε μιναρέδες να καρφώνουν τον
        βιαστικά μέσα στο παντελόνι ιππασίας και μουσκεμένος στον ιδρώτα   ουρανό, το χρώμα του οποίου, εξαιτίας
        εγκατέλειψε τη στενόχωρη καμπίνα που είχε εξασφαλίσει έναντι αδρής   της προηγούμενης ζεστής νύχτας, ήταν
        αμοιβής. Μια καμπίνα ζεστή και υγρή σαν την κόλαση.      ακόμη ακαθόριστο. Ύστερα, ανάμεσα από
        Ταξίδευε πολύ καιρό, τούτο το τελευταίο μέρος του ταξιδιού από   κόκκινες στέγες σπιτιών που ανηφόριζαν
        τον Πειραιά ως τη Σαλονίκη είχε βαστάξει δυο μέρες. Όλη νύχτα το   προς τους γύρω ομαλούς λόφους,
        πλοίο παράπλεε τη Χαλκιδική, μάλλον είχαν διαφύγει τον κίνδυνο των   ξεχώρισε διάσπαρτα μαύρα κυπαρίσσια
        πειρατών, αλλά τα κανόνια ήταν ακόμη στις θέσεις τους. Η θάλασσα   και το παλικάρι κατάλαβε πως σε λίγο,
        ήταν ήρεμη και γλυκιά, τον έφταναν και τον άγγιζαν οι ήχοι και τα   όταν ο ήλιος θα φώτιζε για τα καλά, αυτό
        αρώματα της ξηράς· νυσταλέοι γρύλοι, κουδούνια από πρόβατα,   θα ήταν ένα πολύ ωραίο τοπίο, μακάρι να
        αλυχτίσματα σκύλων, πεύκο, ρετσίνι, ξεραμένα φύκια, φρεσκοκομμένο   είχε μαζί του τα σύνεργα και να έστηνε το
        χορτάρι. Αρχές του Ιούνη και η φύση στα καλύτερά της!    καβαλέτο του. Όσα έβλεπε του άρεσαν
                                                                 πολύ και η πόλη που τον περίμενε
                                                                 δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Και είχαν
                                           αυτό διαπίστωσε ο     πιάσει λιμάνι σε κάμποσες μέχρι εκείνη
        Ξημέρωνε,                          Αλέξανδρος καθώς      τη στιγμή, από την Τεργέστη που είχε
                                                                 επιβιβαστεί.
                                           έβγαινε στο κατάστρωμα
                                           μαζί με άλλους        Όσο πλησίαζαν όμως στην ακτή η
                                           αγουροξυπνημένους     θάλασσα άλλαζε χρώμα, χανόταν το
        και ταλαιπωρημένους από τα κουνούπια επιβάτες που αναδύονταν από   όμορφο γαλάζιο, σκουπίδια κάθε
        τα σωθικά του πλοίου. Ξημέρωνε και το φως ήταν θαμπό, ανήσυχο και   είδους επέπλεαν στην επιφάνεια και
        σε εγρήγορση το πλήρωμα προετοιμαζόταν για τον κατάπλου. Άνοιξε   η ατμόσφαιρα άρχισε να γίνεται βαριά,
        τα πέτα του πουκαμίσου να δροσιστεί και προσπάθησε να δει μέσα στη   πηχτή σχεδόν. Στο μεταξύ ο ήλιος είχε
        θολούρα του πρωινού: ένα αραιό σύννεφο μετεωριζόταν ανάμεσα στην   ανέβει κάμποσο ψηλά, οι ακτίνες του,
        επιφάνεια της θάλασσας και στον ουρανό, ήταν ολοφάνερο πως το νερό   ίδιες με ακονισμένες λεπίδες, άρχισαν
        εξατμιζόταν μπροστά στα μάτια του και τέτοιο πράγμα δεν είχε δει   να καίνε τα αμάθητα μπράτσα του
        άλλη φορά! Στα χείλη του χαράχτηκε ένα δειλό χαμόγελο όταν κοίταξε   νεαρού και ένα μείγμα υγρασίας, ζέστης
        προς τα εκεί που μόλις άρχιζε να σχηματίζεται και σιγά σιγά να γίνεται   και οσμών τον έκανε να ψάξει στις

                                                                                              161
   156   157   158   159   160   161   162   163   164   165   166